объяснять - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

объяснять - translation to Αγγλικά


объяснять      

см. тж. можно объяснить чем-л.; приписывать


• The actual sequence of events is clarified later.


• The theory gave an insight into why ...


• A look at ... further illuminates the causes of these shifts.


• This seems difficult to justify on the basis of simple electrostatic forces.


• The hypothesis provides an explanation for the magnetic symmetry that appears ...


• This action accounts for (or explains) the name of the instrument - "contrabarometer".


• This discrepancy is accounted for by the difference in ...


• The difference may be ascribed (or attributed) to recombination in ...


• We attribute this phenomenon to the formation of ozone.


• The reduction in failures can be credited to ...


• The poor quality of the mirrors is explained by (or is due to) two causes.


• The reduction in mortality can be put down to better living conditions.


• Microcrack formation may be responsible for the lower density of cold-worked metals.

объяснять      
объяснить
v.
explain
account for      

общая лексика

объяснять

Ορισμός

объяснять
несов. перех.
1) Растолковывая что-л. или рассказывая о чем-л., делать ясным, понятным, известным.
2) Находить, указывать причины, основания чего-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για объяснять
1. Чтобы сохранить этих инвесторов, им надо объяснять, объяснять и объяснять.
2. Каждую статью надо объяснять, да и объяснять еще юристам.
3. Мерзость всегда приходится объяснять, это добрые дела объяснять не надо.
4. Но умудряться круглосуточно выходить в телеэфир и объяснять, объяснять, объяснять стране, что творится в обменниках и золотовалютных резервах.
5. Многое приходится объяснять", - рассказывает Буянова.
Μετάφραση του &#39объяснять&#39 σε Αγγλικά